- τρίκλυστος
- τρί-κλυστος, dreimal gespült, gereinigt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τρίκλυστος — thrice washed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίκλυστος — ον, Α αυτός που πλύθηκε ή καθαρίστηκε τρεις φορές από το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. ἀμφί κλυστος] … Dictionary of Greek